Int. Opera Studio ΠάτραςΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας

  • Αρχικη
  • IOSΠ
    • Φιλοσοφια
    • Gallery
  • Εκπαιδευση
    • Διδακτ. Προσωπικο
    • Μελη
    • Ακροαση
    • Κοστος
    • Προγραμμα σπουδων
  • Παραστασεις
    • Τρεχουσες
    • Αρχειο
    • Δραστηριοτητες
      • Αρχειο
  • Επιμορφωση
    • Κειμενα
      • Γεννηση της οπερας
        • ΄Α μερος
        • ΄Β μερος
        • ΄Γ μερος
      • Ολες οι οπερες ειναι Ορφεας
        • ΄Α μερος
        • ΄Β μερος
        • ΄Γ μερος
    • Γλωσσαρι
      • ΄Α μερος
      • ΄Β μερος
      • ΄Γ μερος
    • Ρεπερτοριο ανα Φωνη
      • Mezzo-Soprano
        • Σελιδα 1
        • Σελιδα 2
        • Σελιδα 3
        • Σελιδα 4
      • Tenor 1
        • Σελιδα 1
        • Σελιδα 2
        • Σελιδα 3
        • Σελιδα 4
        • Σελιδα 5
        • Σελιδα 6
        • Σελιδα 7
      • Tenor 2
        • Σελιδα 1
        • Σελιδα 2
        • Σελιδα 3
      • Basso
        • Σελιδα 1
        • Σελιδα 2
        • Σελιδα 3
        • Σελιδα 4
  • Forum
  • Επικοινωνια

Γλωσσάρι για την όπερα και εν γένει για το μουσικό θέατρο

Ι. Όπερα, δραματικό και μουσικό θέατρο, υποκριτική και ο ρόλος του λυρικού πρωταγωνιστή


Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Τσομής

Όπερα

Η όπερα είναι ένα μουσικό θεατρικό είδος, περιλαμβάνει δηλαδή δραματική σκηνική παράσταση, η οποία έχει μουσικό χαρακτήρα. Η όπερα καθώς ανήκει ειδολογικά στο δράμα χρησιμοποιεί τα χαρακτηριστικά στοιχεία του θεάτρου, δηλ. υποκριτική, χορό, σκηνικά, και κοστούμια. Ετυμολογικά ο όρος όπερα είναι ο πληθυντικός του λατινικού opus που σημαίνει το έργο, δηλώνοντας έτσι την ενσωμάτωση στην όπερα πολλών καλλιτεχνικών ειδών όπως της μουσικής, του θεάτρου, του χορού και της σκηνογραφίας. Το ποιητικό κείμενο, στην όπερα libretto, εκφέρεται ασματικά, δηλαδή τραγουδιέται, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του. Τους τραγουδιστές που είναι συγχρόνως και ηθοποιοί, θα λέγαμε «άδοντες υποκριτές», τους συνοδεύει ένα μουσικό συγκρότημα, του οποίου το μέγεθος μπορεί να ποικίλλει. Η όπερα αποδίδεται συχνά στα ελληνικά και ως μελόδραμα: Δράμα δηλ. με τη συμμετοχή μέλους δηλ. μελωδίας. Έτσι, οι διάλογοι των ηθοποιών της όπερας αποδίδονται με τη μορφή τραγουδιού, ενώ η θεατρική παράσταση εκτυλίσσεται παρουσία ενός μουσικού συνόλου. Ως είδος θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μουσικά επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού και παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά είδη μαζί με την οπερέτα και το μιούζικαλ, είδη του μουσικού θεάτρου, τα οποία καταρχήν χρωστούν την προέλευσή τους στην όπερα.


Οπερέτα

Η Οπερέτα είναι ένα είδος όπερας σε απλούστερη και ελαφρύτερη μορφή με περισσότερο κωμικό χαρακτήρα και πραγματεύεται συνήθως θέματα από τη ζωή των αστών. Η σημαντικότερη ειδοποιός διαφορά από την όπερα είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του λιμπρέτο εκφέρεται ως πρόζα. Στην ελληνική αποδόθηκε με τον όρο «μελοδραμάτιο» (υποκοριστικό του μελοδράματος), που όμως δεν καθιερώθηκε. Πρωτοεμφανίστηκε στην Γαλλία τον 19ο αιώνα. Πατέρας της όπερας θεωρείται ο Jacques Offenbach. Από τη γαλλική οπερέτα δημιουργήθηκε η Βιεννέζικη (Γερμανική) οπερέτα, στην οποία οι ρυθμοί βαλς κατέχουν σημαντική θέση. Αναδείχθηκε ιδιαίτερα από τον Johann Strauß τον νεώτερο. Η οπερέτα άνθησε και στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ου αιώνα με κύριους εκπροσώπους τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη και τον Νίκο Χατζηαποστόλου.


Μιούζικαλ

Το μιούζικαλ είναι και αυτό ένα είδος θεατρικής παράστασης που συνδυάζει τραγούδια, διαλόγους (πρόζα), υποκριτική και χορό δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο από το οποίο καμία από τις τέχνες που περιλαμβάνει να μην ξεχωρίζει από την άλλη. Σε σύγκριση με την όπερα το μιούζικαλ εστιάζει περισσότερο στην πρόζα, όπως άλλωστε και η οπερέτα, και στο χορό. Οι πρωταγωνιστές πρέπει να είναι πρωτίστως ηθοποιοί, στη συνέχεια τραγουδιστές και ακολούθως χορευτές ή τουλάχιστον να διαθέτουν εξαιρετικές χορευτικές ικανότητες, πράγμα που λαμβάνει υπόψη του ο συνθέτης ενός μιούζικαλ. Η μουσική ακολουθεί τις περισσότερες φορές το στιλ των δημοφιλών τραγουδιών της εποχής απαλλαγμένη συνήθως από την αισθητική που επιβάλλει η όπερα και την οπερατική συμβατικότητα. Τα τραγούδια συνοδεύονται από ένα οργανικό μουσικό σύνολο (pit orchestra), το οποίο όμως μπορεί να αποτελείται από λίγα όργανα. Η χρήση μικροφώνων για τους πρωταγωνιστές και άλλων ηχητικών βοηθητικών μέσων είναι συνήθης στα μιούζικαλ, κάτι που δεν συναντάται σε οπερατικές παραστάσεις.


O λυρικός πρωταγωνιστής

Οι τραγουδιστές αναλαμβάνουν έναν ρόλο σε μία όπερα ανάλογα με την έκταση, τον χαρακτήρα και την ποιότητα της φωνής τους. Συχνά παίζουν ρόλο και άλλα κριτήρια όπως η ηλικία και ο σωματότυπος του καλλιτέχνη. Η επιλογή ενός καλλιτέχνη για έναν συγκεκριμένο ρόλο εξαρτάται και από τις σκηνοθετικές, σκηνογραφικές κ.α. επιλογές, ακόμα και από το δυναμικό του ανσάμπλ του συγκεκριμένου θεάτρου. Υψηλές φωνητικές και σκηνικές ικανότητες απαιτούνται από τους λυρικούς πρωταγωνιστές, σήμερα μάλιστα στον ίδιο βαθμό.
Η εξειδίκευση και κατηγοριοποίηση των λυρικών φωνών προέκυψε σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη του ύφους της δραματουργίας. Κατά την μπαρόκ κα κλασική περίοδο διαχωρίζονταν οι επί σκηνής άδουσες φωνές σε σοπράνο (υψίφωνος) και άλτο (βαθειά γυναικεία φωνή) για τις γυναίκες και τενόρο (οξύφωνος) και μπάσσο (βαθύφωνος) αλλά και καστράτο τραγουδιστή για τους άνδρες. Με την εξέλιξη της μουσικής δραματουργίας και του ρεπερτορίου ιδίως από την όψιμη περίοδο της κλασικής περιόδου και μετά αρχίζει πλέον ένας περαιτέρω διαχωρισμός και καθιερώνονται οι φωνές της μέτζο-σοπράνο (μεσόφωνος) για τις γυναίκες και βαρύτονος για τους άνδρες.
Οι κατηγοριοποιήσεις αυτές είναι ενδεικτικές και δεν έχουν απόλυτη ισχύ. Γενικά η ένταξη μίας φωνής σε μία φωνητική κατηγορία βρίσκεται σε συνάρτηση τόσο με εσωτερικούς παράγοντες, π.χ. τη χροιά, ένταση, όγκο και έκταση της φωνής του άδοντα υποκριτή, όσο και με εξωγενείς παράγοντες όπως ο όγκος της ενορχήστρωσης, το μέγεθος της σάλας του θεατρικού οικοδομήματος κ.α.
Στη συνέχεια ακολουθεί μία ενδεικτική διάκριση-ονοματοδότηση («φωνητική νομενκλατούρα») των επί σκηνής αδόντων υποκριτών:

Γυναικείες φωνές

Δραματική υψίφωνος (Soprano dramatico): έχει μεγάλη έκταση και η φωνή της πρέπει να ακούγεται πάνω από μία τεράστια ορχήστρα. Η φωνή της είναι ζεστή και μεταλλική στο χρωματισμό και έχει τεράστια δύναμη. Οι σοπράνο των έργων του Βάγκνερ είναι δραματικές, καθώς επίσης και η Σαλώμη και η Ηλέκτρα από τις ομώνυμες όπερες του Ρίχαρντ Στράους.


Λυρική υψίφωνος (Soprano Lyrico): έχει επίσης μεγάλη έκταση, την διακρίνει άνεση και ευλυγισία στις ψηλότερες νότες, ενώ είναι ελαφρώς ασθενέστερη από τη δραματική σοπράνο στα κέντρα και στις χαμηλές νότες. Κινείται σε μεγαλύτερο εύρος ρεπερτορίου. Ενσαρκώνει ρόλους συνήθως αγνών, νεαρών και χαριτωμένων κοριτσιών. Μερικοί από τους πιο αγαπημένους ρόλους της όπερας έχουν γραφεί για λυρικές σοπράνο: π.χ. η Μιμί στη Λα Μποέμ του Πουτσίνι, η Βιολέτα στην Τραβιάτα του Βέρντι, η Μαργαρίτα στον Φάουστ του Γκουνώ.


Υψίφωνος κολορατούρα: η φωνή της μοιάζει με φλάουτο: ελαφρά, καθαρή και πολύ ευέλικτη στις ψηλές νότες. Μάλιστα οι άριες για κολορατούρα γράφονται μερικές φορές συχνά σε ντουέτο με ένα φλάουτο, όπου η φωνή μιμείται το φλάουτο και το αντίστροφο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η άρια της τρέλας από την όπερα Λουτσία ντι Λάμερμουρ του Ντονιτσέττι.


Σοπράνο σπίντο (Soprano spinto): διαθέτει μεγαλύτερη δύναμη από τη λυρική σοπράνο. Οι χαρακτήρες σπίντο στην όπερα είναι δυναμικές γυναίκες και αποτελούν θα λέγαμε το ψαχνό του ρεπερτορίου, το πεδίο της ντίβας. Οι πιο γνωστοί ρόλοι σπίντο είναι η Μαντάμ Μπατερφλάι και η Τόσκα (Πουτσίνι), η Αΐντα (Βέρντι) και οι δύο Ελεονώρες του Βέρντι (Τροβατόρε και Δύναμη του Πεπρωμένου).


Μέτζο-σοπράνο (Mezzo-soprano):
Οι Μέτζο-σοπράνο – δεν μπορούν να τραγουδήσουν τις ψηλές φωνές τόσο αβίαστα όπως οι σοπράνο – διακρίνονται σε δραματικές και λυρικές.

Οι δραματικές μέτζο παίζουν τις ξελογιάστρες και τις πόρνες (όπως η Δαλιδά στην όπερα Σαμψών και Δαλιδά του Σαινς-Σανς και, ίσως ο μεγαλύτερος μέτζο ρόλος που υπάρχει η Κάρμεν του Μπιζέ), μάγισσες (π.χ. η Αζουκένα από τον Τροβατόρε του Βέρντι), κακούς γυναικείους ρόλους (π.χ. η Έμπολι στον Ντον Κάρλο του Βέρντι και η Άμνερις στην Αΐντα του Βέρντι)


Οι λυρικές μέτζο έχουν σχεδόν την ίδια έκταση και ευλυγισία με τη δραματική υψίφωνο αλλά δεν έχουν δραματική ένταση. Ο Ροσσίνι έγραψε δύο από τους σπουδαιότερους ρόλους του που είναι γεμάτοι από γρήγορες νότες για λυρικές μέτζο: τη Ροζίνα στον Κουρέα της Σεβίλης και την Ατζελίνα στη Σταχτοπούτα. Επίσης, οι λυρικές μέτζο παίζουν τους λεγόμενους ρόλους-παντελόνια, δηλ. υποδύονται νεαρά αγόρια. Τα δύο πιο γνωστά παραδείγματα είναι ο Κερουμπίνο από τους Γάμους του Φίγκαρο του Μότσαρτ και ο Οκταβιανός από τον Ιππότη των Ρόδων του Ρίχαρντ Στράους.


Contralto ή Alto: Η πραγματική άλτο είναι η πιο βαθειά και σπάνια γυναικεία φωνή. Χρησιμοποιείται κυρίως σε έργα προκλασικά, σύγχρονα ή σε χορωδίες.


Ανδρικές φωνές

Δραματικός οξύφωνος (Tenore Dramatico): έχει μεγάλη έκταση και η φωνή του είναι στιβαρή και ογκώδης.


Βαγκνέρειος οξύφωνος (Ηρωικός τενόρος, Heldentenor): τραγουδά κυρίως βαγκνερικούς ρόλους, διαθέτει και αυτός πλήρη έκταση. Η φωνή του είναι στιβαρή και μοιάζει με αυτή του βαρύτονου.


Λυρικός οξύφωνος (Tenore Lyrico): έχει την ίδια σχεδόν έκταση με αυτή του δραματικού τενόρου, αλλά με φωνή πιο ευέλικτη στις ψηλές περιοχές. Το ηχόχρωμά του είναι γλυκό. Οι χαρακτήρες που υποδύονται είναι ευγενείς, ευαίσθητοι άνδρες.


Ελαφρύς οξύφωνος (Tenore Leggero): έχει φωνή με μικρότερη ένταση και πιο περιορισμένο όγκο αλλά με ευλυγισία και εξαιρετικές ευκολίες σε μελωδικούς σχηματισμούς. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει σχεδόν όλα τα έργα του Μότσαρτ και του Ροσσίνι.


Κόντρα τενόρος (Contra Tenore, Tenore Castrato): κινείται στο πλαίσιο της γυναικείας φωνής (συνήθως μέτζο-σοπράνο). Οι tenori castrati διακρίθηκαν κατά την μπαρόκ και προκλασική εποχή, όταν ευνούχιζαν τα αγόρια με τις ωραιότερες φυσικές φωνές στην αρχή της εφηβείας τους πριν τη μεταφώνηση και ενώ μεγάλωναν συνέχιζαν να τραγουδούν ως soprani ή alti. Οι κόντρα τενόροι εξασκούν σήμερα περισσότερο την φαλσέτο φωνή τους και λιγότερο τις χαμηλότερες νότες του εύρους τους.


Δραματικός βαρύτονος (Baritono Dramatico): οι χαμηλές του νότες μοιάζουν με αυτές του βαθύφωνου χωρίς όμως το ίδιο βάθος και όγκο, ενώ οι κεντρικές του νότες είναι πολύ ισχυρές. Είναι δυσεύρετοι και είναι γνωστοί και ως βαρύτονοι του Βέρντι. Τραγουδούν ρόλους κακών του Βέρντι, όπως ο Ντι Λούνα στον Τροβατόρε και ο Ριγκολέτο στην ομώνυμη όπερα ή ο Σκάρπια στην Τόσκα του Πουτσίνι.


Λυρικός Βαρύτονος (Baritono Lyrico): έχει γλυκιά φωνή, ασθενή όμως στα κεντρικά σημεία, αλλά με μεγαλύτερη ευχέρεια κίνησης στις ψηλές νότες. Παίζει συνήθως τους κεφάτους ρόλους: ο Μαρτσέλο στη Λα Μποέμ του Πουτσίνι, ο Μαλατέστα στον Ντον Πασκουάλε του Ντονιτσέτι, ο Φίγκαρο στον Κουρέα της Σεβίλης του Ροσσίνι και ο Παπαγκένο στον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ.


Λυρικός (Ελαφρύς) βαθύφωνος (Basso Lyrico ή Cantabile): έχει δυνατή φωνή σε όλη της την έκταση με ευλυγισία και γλυκύτητα. Έχει καθαρές ψηλές νότες και πολύ ηχηρές χαμηλές νότες.


Βαρύς βαθύφωνος (Basso Profonde): το ηχόχρωμά του είναι βαθύ και ογκώδες, χωρίς την ευλυγισία του Basso Cantabile.

OSΠ © 2015 libertos